ωόσφαιρα — Ο θηλυκός γαμέτης, ο οποίος μετά τη γονιμοποίησή του από τον αρσενικό, παράγει το ζυγωτό. Η ω. παρουσιάζεται συνήθως στα φύκη και στους μύκητες υπό μορφή στρογγυλής πρωτοπλασματικής μάζας, χωρίς μεμβράνη, η οποία σχηματίζεται μέσα στο κύτταρο,… … Dictionary of Greek
αρχεγόνιο — Το θηλυκό πολλαπλασιαστικό όργανο (γαμετάγγειο, αντίστοιχο του ανθηριδίου, που είναι το αρσενικό) των βρυοφύτων, πτεριδοφύτων και μερικών γυμνοσπέρμων. Σε αυτό περιέχεται το ωοκύτταρο που θα γονιμοποιηθεί από τον άρρενα γαμέτη, το ανθηροζωίδιο.… … Dictionary of Greek
γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… … Dictionary of Greek
ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… … Dictionary of Greek
ωογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν βιολ. 1. αυτός που γεννά ωά ή ωάρια 2. το ουδ. ως ουσ. το ωογόνο το ωογόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
ωοκύτταρο — Το κύτταρο που προκύπτει από το ωογόνιο, στο πρώτο στάδιο της ωογένεσης. Το ω., ύστερα από αύξηση και νέες μιτώσεις, δίνει τελικά το ωάριο. Bλ. λ. ωογένεση. * * * το, Ν 1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης τού θηλυκού γαμέτη… … Dictionary of Greek
Σαπρολεγνύδες — (Saprolegniidae). Οικογένεια υδρόβιων φυκομυκήτων της υπόταξης των σαπρολεγνιιδών, της τάξης των ωομυκήτων. Μερικά είδη του γένους σαπρολεγνία, όπως π.χ. η μούχλα των ψαριών, ζουν πάνω σε ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα, ενώ άλλα είδη, πάνω σε… … Dictionary of Greek